Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

επίρρωση {-ης κ. -ώσεως | χωρ. πληθ.} = η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι).

Συνήθ. στη Φράση. εις | προς επίρρωσιν = προς ενίσχυση: πχ. τους διάβασε και ένα σχετικό χωρίο τού Πλάτωνα προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων του.

 

Ετυμολογία:  έπίρρωσις < αρχ. έπιρρώννυμι «ενισχύω, ενδυναμώνω» < έπι- + ρώννυμι- Λέξη επίρρωση < ἐπίρρωσις < ἐπιρρωνύω < ἐπί + ρωννύω (=ισχύω, ενδυναμώνω, τονώνω)

 Ουσιαστικό επίρρωση θηλυκό

  1. ενίσχυση
  2. ενδυνάμωση
    Ο λόγος που επικαλέστηκε εις επίρρωση αυτού του αιτήματος ήταν ότι...
  3. (μεταφορικά) επιβεβαίωση
    προς επίρρωση των λόγων τους

 Αντώνυμα   εξασθενίζω        αποδυναμώνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου