επίρρωση {-ης κ. -ώσεως | χωρ. πληθ.} = η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι).
Συνήθ. στη Φράση. εις | προς επίρρωσιν = προς ενίσχυση: πχ. τους διάβασε και ένα σχετικό χωρίο τού Πλάτωνα προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων του.
Ετυμολογία: έπίρρωσις < αρχ. έπιρρώννυμι «ενισχύω, ενδυναμώνω» < έπι- + ρώννυμι- Λέξη επίρρωση < ἐπίρρωσις < ἐπιρρωνύω < ἐπί + ρωννύω (=ισχύω, ενδυναμώνω, τονώνω)
Ουσιαστικό επίρρωση θηλυκό
- ενίσχυση
- ενδυνάμωση
- Ο λόγος που επικαλέστηκε εις επίρρωση αυτού του αιτήματος ήταν ότι...
- (μεταφορικά) επιβεβαίωση
- προς επίρρωση των λόγων τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου